- σφενδάμνινος
- -ίνη, -ον, Α [σφένδαμνος]1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφενδάμνινος — of maple wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνων — σφενδάμνινος of maple wood fem gen pl σφενδάμνινος of maple wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδάμνινον — σφενδάμνινος of maple wood masc acc sg σφενδάμνινος of maple wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνην — σφενδάμνινος of maple wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνους — σφενδάμνινος of maple wood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνῳ — σφενδάμνινος of maple wood masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδάμνιναι — σφενδάμνινος of maple wood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδάμνινοι — σφενδάμνινος of maple wood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)